- πανιέρου
- πανίεροςall-holymasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανιερότητα — η / πανιερότης, ητος, ΝΜ [πανίερος] 1. η ιδιότητα τού πανίερου 2. τιμητικός τίτλος μητροπολίτη ή επισκόπου τής Ορθόδοξης Εκκλησίας … Dictionary of Greek
πανιερότητα — η ιδιότητα του πανίερου και τίτλος μητροπολιτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)